- ζέψιμο
- το запрягание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζέψιμο — και ζεύξιμο, το [ζεύω] η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζέψιμο — το, ατος τοποθέτηση ζώων στο ζυγό του αλετριού ή στο κάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζέμμα — το [ζεύω] ζέψιμο, ζεύξη … Dictionary of Greek
ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζύγιμος — ζύγιμος, ον (Α) [ζυγόν] ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῡς ζύγιμος», Πολ.) … Dictionary of Greek
ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… … Dictionary of Greek
νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… … Dictionary of Greek
υποζύγιο — το / ὑποζύγιον, ΝΑ, και ελεατ. τ. ὑπαδύγιον Α ζώο που χρησιμοποιείται για την έλξη οχημάτων ή για την μεταφορά φορτίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο»] … Dictionary of Greek
υποζύγιος — α, ο / ὑποζύγιος, ον, ΝΜΑ 1. (για ζώα) ζευγμένος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο». Ο τ. ως επίθ. είναι νεώτερος από το ουδ. ὑποζύγιον*] … Dictionary of Greek
υπόζευξη — η / ὑποζεύξις, εως, ΝΑ [ὑποζευγνύω / ὑποζεύγνυμι] νεοελλ. (σχετικά με ζώα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποζευγνύω, το ζέψιμο αρχ. γραμμ. υποτελής ή εξαρτημένη σχέση, υπόταξη … Dictionary of Greek
Αντιμένους, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.).Αττικός αγγειογράφος της μελανόμορφης τεχνοτροπίας. Το πραγμα τικό του όνομα είναι άγνωστο· το συμβατικό του το οφείλει στην επιγραφή Αντιμένης καλός, που υπάρχει σε ένα αγγείο του (Μουσείο του Λέιντεν, Ολλανδία). Ο ζωγράφος αυτός … Dictionary of Greek